- νεαίνω
- νεαίνω (Α) [νέος]1. οργώνω αγρό για πρώτη φορά ή καλλιεργώ χέρσο αγρό, νεάζω2. γίνομαι πάλι νέος, ξανανιώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek